Της Ελίνας Τερζάκη*
Χρυσοκόκκινοι σταλακτίτες κρέμονται βαριά από το θόλο της μεγάλης σπηλιάς στον Αρμεό Καλύμνου. Οι ασφάλειες των αναρριχητών γυαλίζουν στο βράχο. Όλες οι κορυφές με τα πεδία λούζονται στον ήλιο, μέχρι την ώρα που αυτός θα βυθιστεί απέναντι στη θάλασσα, αριστερά του κώνου της νήσου Τελένδου.
Κοιτώντας προσεκτικά, όλοι οι ορθωμένοι, επιβλητικοί, κάθετοι άγονοι βράχοι είναι στολισμένοι με ζωηρά χρώματα: κόκκινα, μπλε, κίτρινα, άσπρα, τα μπλουζάκια των αναρριχητών, που ανεβοκατεβαίνουν ξαναμμένοι από χαρά και προσπάθεια. Όταν σκοτεινιάσει, ψηλά στους βράχους θα λάμπουν οι φακοί τους, φωτάκια ανακατεμένα με τ’ άστρα τ’ ουρανού και τα βεγγαλικά των Ιταλών, που πάλι γιορτάζουν κάτι.
Κοιτώντας προσεκτικά, όλοι οι ορθωμένοι, επιβλητικοί, κάθετοι άγονοι βράχοι είναι στολισμένοι με ζωηρά χρώματα: κόκκινα, μπλε, κίτρινα, άσπρα, τα μπλουζάκια των αναρριχητών, που ανεβοκατεβαίνουν ξαναμμένοι από χαρά και προσπάθεια. Όταν σκοτεινιάσει, ψηλά στους βράχους θα λάμπουν οι φακοί τους, φωτάκια ανακατεμένα με τ’ άστρα τ’ ουρανού και τα βεγγαλικά των Ιταλών, που πάλι γιορτάζουν κάτι.
Στο βράχο του Καστελίου μια Καλυμνιά με βατραχοπέδιλα κολυμπά γύρω-γύρω τα βραχάκια και ξεκολλά πεταλίδες. Μου δίνει το μαχαίρι της για λίγο, και εκείνη την ώρα χάνει ένα καβούρι και βγάζει μια φωνή: «Τα θέλω», μου λέει, «τα βράζω με τη μακαρονάδα».
Τα βράχια συνεχίζουν κοφτά μέσα στο βυθό. Σχηματίζουν υποβρύχια κανάλια και φαράγγια, μικρές βαθυγάλαζες σπηλίτσες, γεμάτες μοβ και πορτοκαλιά κοράλλια, τρύπες αστακών, όλων των ειδών τα ψάρια της Μεσογείου, σπόγγους, αστερίες…
Βουτήξαμε στα Θέρμα και στην Τέλενδο. Αγόρασα βιβλία με την ιστορία των σφουγγαράδων, ιστορία του νησιού: καπεταναίοι, κολαουζέρηδες, σφουγγαράδες, μαρκουτσέρηδες, μοτορίστες, κουππάδες, μπαλαρίστες, μπρατσαραίοι, τρεχαντηδιέρηδες, ρεβεριτζήδες, βουτηχτές, μάγειροι, μάστοροι, μαστόρισσες, σπογγέμποροι, προμηθευτές, ξεκινητές, επενδυτές, γραμματικοί, και οι οικογένειές τους, έδεσαν τη ζωή τους, και το θάνατό τους, με το σκάφανδρο στην εποχή της σπογγαλιείας.
Εφτάμηνα ταξίδια με το μηχανοκάικο στις ακτές της Αφρικής και τρεις βουτιές τη μέρα ανά δύτη, παραβιάσεις χρόνων βυθού και αναδύσεων, σακάτεψαν τους πιο μαγκιόρους παλικαράδες δύτες, μαυροφόρεσαν τις Καλυμνιές και έβαψαν τα σπίτια του νησιού με φούμο.
Η συνεχεια εδώ