24 Σεπτεμβρίου 2024 | 14:24

ΤΩΡΑ ΦΕΥΓΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ... της Νίνας Γεωργιάδου

Δημοσιεύτηκε 11:33 - 18/05/2021 ΤΩΡΑ ΦΕΥΓΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ... της Νίνας Γεωργιάδου


 Καμιά ταβέρνα δεν ήταν ανοιχτή να μεθύσει τους φόβους τους, κανένα «δείπνο της αγάπης» δεν έστρωσε άσπρα τραπεζομάντηλα, να κάτσουν πρώτοι οι επίσημοι, με κουστούμια και γραμμένα λογίδρια αποχαιρετισμού και τελευταίοι αυτοί σε κάποιαν άκρη.
Κανένα βιολί δεν έπαιξε, «της μηχανής το φόρεμα θα το μαλαματώσω, να βάλω το κορμάκι σου, μήπως και το γλιτώσω».
Κανένα λεφούσι στο λιμάνι δεν κούνησε μαντήλια.
Μέθυσαν μόνοι, στο μικρό κατώι του σπιτιού τους, αγαπήθηκαν στο διπλό κρεβάτι, χωρίς αναστεναγμούς, καθώς στην έξω κάμαρα κοιμούνται όλα μαζί τα πολλά παιδιά, κι άκουσαν από τη γυναίκα που μοιράζεται το σώμα και τη νύχτα τους, τον πιο μεστό λόγο, «να γυρίσεις, πρόσεχε».
Κι έφυγαν.
Θα πάνε μέχρι εκεί που το Κρητικό πέλαγος συναντά το Λιβυκό αφού και στη θάλασσα ορθώνονται τείχη και σύνορα. Οι Λιβυκές ακτές είναι τώρα απροσπέλαστες κι έτσι, δεν έχει πια Μπιγκάζα, κι αν δώσει η τύχη και γυρίσουν όρθιοι, δεν έχει δώρα Μπιγκαζανά, βαριές παριζέτες και κιλίμια. Κι όσα απ’ αυτά ήρθαν πριν βάλουν σύνορα στις θάλασσες, κάθονται, ξέμοδα, μέσα στο σεντούκι. Εκεί κάθεται ξέμοδη κι η σκανταλόπετρα.
Την πήρε φαλλάγι το σκάφαντρο, το «φόρεμα». Μέσα σ’ αυτό μαγγώθηκαν τα πόδια τους και περπατούν τρεκλίζοντας.
…Για σένα βάζω φόρεμα, για σε τραβώ μαρκούτσα, για σένα μου φορέσανε τα σιδερέ παπούτσια...
Πέρασαν οι τρεις πρώτες «μαγεμένες» μέρες του Μάη, που εμποδίζουν από προαιώνιο δεισιδαιμονικό, τα μπάρκα κι ήρθε ο καιρός «του φευγιού και του ΄ποκινημάτου»
Πέρασε και το μοναχικό Πάσχα, γεύτηκαν στο στενό κατώι το μυρωδάτο ρύζι του μουουριού και μια πέτσα όλη κι όλη. Έχουν μάθει να τρώνε μόνο σκουληκιασμένη γαλέτα, καβουρμά κι όσα καλάρει το δίχτυ τους. Όμως μπουμπούνισαν κάμποσο απ’ το μπαρούτι που μάζεψαν στις βυθισμένες νάρκες.
Ίσως αυτή να ‘ναι και η μοναδική χρονιά που θέλουν να φύγουν. Να ανοιχτούν στη μεγάλη, ελεύθερη θάλασσα, να ρουφήξουν, δίχως μάσκες, την ανάσα της, μισή αέρας κι η υπόλοιπη αλάτι, να ξεχαρμανιάσουν με το τελευταίο τσιγάρο πριν τη βαθιά βουτιά και να περπατήσουν στο νερό.
Όχι πάνω του, στα μεγάλα βάθη του.
Δεν είναι δα μεσσίες ούτε μάγοι. Όταν κλαίνε, τρέχει απ’ τα μάτια τους θαλασσινό νερό κι αν τους χαϊδέψεις, μαζεύεις αλάτι.
 

Προσαρμοσμένη αναζήτηση