26 Σεπτεμβρίου 2024 | 00:24

Η εξέλιξη των καταδυτικών μεθόδων στη σπογγαλιεία. του αείμνηστου Νίκου Γ. Παπάζογλου, Δικηγόρου

Δημοσιεύτηκε 11:40 - 13/03/2021 Η εξέλιξη των καταδυτικών μεθόδων στη σπογγαλιεία. του αείμνηστου  Νίκου Γ. Παπάζογλου, Δικηγόρου


Κατά την διαδικασία της συγκρότησης της συλλογής, που σήμερα αποτελεί αυτό που ονομάζουμε Ναυτικό Μουσείο Καλύμνου, έγινε προσπάθεια περισυλλογής στοιχείων τεκμηρίωσης της σπογγαλιευτικής δραστηριότητας ,που θα αποτελούσε ,όπως ήταν φυσικό για την Κάλυμνο, το κέντρο βάρους του Μουσείου αυτού.
Στα πλαίσια αυτής της έρευνας και με βάση τα στοιχεία τα οποία μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε, αλλά καi με την εμπειρία που το ίδιο το νησί μας προσέφερε, μπορούμε να αναφερθούμε συνολικά στις διάφορες μεθόδους καταδύσεων που εφαρμό
στηκαν στη σπογγαλιεία.
Εφ΄όσον, κατά τον Ομηρο, το σφουγγάρι αποτελούσε ένα κοινό και καθημερινό είδος καθαρισμού, όταν ο Ηφαιστος καθαρίζει τον ιδρώτα του προσώπου του και οι υπηρέτριες του Οδυσσέα τα τραπέζια που έτρωγαν οι μνηστήρες, με σφουγγάρι, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε πως σφουγγαράδες της εποχής τους τα έβγαζαν αυτά τα σφουγγάρια και δεν ήταν προϊόν τύχης.
Προϊόν τύχης μπορεί να ήταν το πρώτο σφουγγάρι που πήρε στα χέρια του ο άνθρωπος, να γνώρισε τα σημαντικά γι΄αυτόν προτερήματά του , που είναι η απορροφητικότητα, η ελαστικότητα και η αντοχή , όταν δε αργότερα γνώρισε καλύτερα τη θάλασσα , μπόρεσε να το βγάλει ο ίδιος και να το αξιοποιήσει στην καθημερινή του ζωή. Επειδή όμως το σφουγγάρι αποδείχθηκε ότι απαιτούσε περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις, τόσο για την εξαγωγή του, όσο και για την επεξεργασία του, κάποιοι ασχολήθηκαν περισσότερο μ΄αυτό και έτσι έχουμε αυτούς που οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ως «σπογγείς», «σπογγοθήρες» ,αλλά και «σπογγοτόμους», όπως θα δούμε πιό κάτω.
Γι΄αυτούς όμως τους σφουγγαράδες και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν δεν έχουμε καμιά ειδικότερη περιγραφή από τον Ομηρο ή τους άλλους μεταγενέστερους κλασσικούς συγγραφείς κι΄αυτό γιατί ίσως οι τρόποι εξαγωγής των σφουγγαριών ήταν κάτι συνηθισμένο γι΄αυτούς , από όλους τους κατοίκους των ακτών και των νησιών που ασχολούνταν με τη θάλασσα και τα προϊόντα της.
Εκείνο όμως που στους μύθους των αρχαίων, αλλά και στα έργα τους επαναλαμβάνεται είναι η άριστη γνώση της κολύμβησης και περισσότερο απ΄αυτήν ,της κατάδυσης και ο Γλαύκος, ο άριστος «κατακολυμβητής» δηλ ο άριστος δύτης, μισός άνθρωπος -μισός ψάρι, που μπορούσε να παραμείνει στη θάλασσα, αλλά και κάτω από το νερό, για ώρες ατελείωτες, ανέβηκε στην κατηγορία των ημιθέων, δίπλα στον Ηρακλή και τον Θησέα ,σαν ο ημίθεος
της θάλασσας.
Τώρα αν η πρώτη γυναίκα του μέγιστου αυτού δύτη ήταν η Σύμη, απ΄την οποία έδωσε και το όνομα στο νησί αυτό και η επόμενη ήταν η κόρη του επίσης διάσημου δύτη Σκύλλου, η Υδνα, που για την ομορφιά της έγινε Κάλυδνα, το αρχαίο όνομα της Καλύμνου, αυτό αποτελεί απλά και μόνο σύμπτωση των μύθων με την εξέλιξη των δυτών στον χώρο μας, το αφήνουμε στην κρίση σας.
Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι η σπογγαλιεία στην μακρινή αρχαιότητα, γινόταν με τα μέσα της εποχής, τον γυμνό δύτη που καλυμπάει κοντά στην ακτή ή από βάρκα και κολυμπώντας καταδύεται να βγάλει τα σφουγγάρια που εντοπίζει από την επιφάνεια, αυτό που σήμερα αποκαλούμε εδώ «ρεβέρα» ,ή με το καμάκι ,το οποίο ήταν γνωστό και αποτυπώνεται σε πολλά αγγεία και τοιχογραφίες ήδη από τους κυκλαδίτικους, μινωϊκούς και μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και με το «γάγγαμο» ή «γαγγάμη»,δηλ.τη σημερινή «καγκάβα», εργαλείο που έχει και αυτό τη δική του πανάρχαια ιστορία .
Είχαμε όμως την τύχη να συναντήσουμε στα «Αλιευτικά» του Οππιανού, ενός διάσημου στα τέλη του 2ου Μ.Χ.αιώνα ποιητή, την πληρέστερη περιγραφή των οργανωμένων σφουγγαράδων της εποχής του.
Κατά τον Οππιανό λοιπόν, στο σκάφος, στο οποίο επιβαίνουν πολλοί σύντροφοι, ο δύτης δένεται από τη μέση με σχοινί, βουτάει από την πλώρη και καταδύεται με τη βοήθεια «χυτού» μολύβδου στα δύο του χέρια, κρατάει δρεπανωτό μαχαίρι , βάζει κάποιο «άλιφαρ»-λίπος στο στόμα του, το οποίο φτύνει και του δίνει φέγγος στον σκοτεινό βυθό σαν πυρσός και με το μαχαίρι του κόβει τα σφουγγάρια, εξ΄ου και το όνομα «σπογγοτόμος». Οταν τελειώνει η αναπνοή του τραβάει το σχοινί και οι σύντροφοί του τον ανασύρουν.
Αλλά η αναφορά του Οππιανού στους σφουγγαράδες, με την οποία και κλείνει το έργο αυτό, αρχίζει με τον εξής στίχο:
«Σπογγοτόμων δ΄ου φημί κακώτερον άλλον άεθλον ..» Δηλ. «δεν υπάρχει δουλειά χειρότερη απ΄αυτήν των σφουγγαράδων»… διεκτραγωδεί δε όλες τις κακουχίες που υποφέρουν, αλλά και τους κινδύνους στους οποίους μπαίνει η ζωή τους.
Οι αιώνες περνούν ,αλλά φαίνεται πως λίγα πράγματα αλλάζουν στους τρόπους της σπογγαλιείας από την εποχή του Οππιανού μέχρι τα μέσα του 1800. Οι Καλύμνιοι δύτες είναι την εποχή αυτή φημισμένοι, «πολιτεύονται με το σφογγάρι», είναι η κυριότερη ασχολία τους . Εκτός από τις άλλες μεθόδους, τη «ρεβέρα»,το καμάκι και τη καγκάβα, που μεταχειρίζονται, όπως και οι άλλοι θαλασσινοί, οι Καλύμνιοι έχουν τη «σκανταλόπετρα» και οι Συμιακοί το «καμπανέλλι», πέτρινο βάρος αντί για μολύβι που είναι ακριβό και το οποίο έχει σχήμα λίγο-πολύ καμπάνας, εξ ου και το όνομα, με μεγάλο άνοιγμα να δένεται ,αλλά και να κρατιέται από το χέρι ή και να περνάει το μπράτσο μέσα απ΄αυτό.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν τα «γυαλιά»,οι κάδοι με τον κρυστάλλινο πυθμένα από τα πληρώματα των σπογγαλιευτικών, ένα εργαλείο εξαιρετικά χρήσιμο, αφού με αυτό μπορούν να βλέπουν πολύ καθαρά, αλλά και πιο βαθιά τον βυθό και οι δύτες να καταδύονται με περισσότερη ακρίβεια και αποτελεσματικότητα. Αποτέλεσμα είναι ο λιγότερος κόπος και περισσότερα σφουγγάρια.
Το «γυαλί» , ιδιαίτερα χρήσιμο τόσο στην «πέτρα», όσο και στο καμάκι, αλλά ακόμα και στη «ρεβέρα»,θα πρέπει να ήρθε στους δύτες από την Ευρώπη μαζί με άλλα επιτεύγματά της. Στον αιώνα αυτό που αρχίζει η βιομηχανική εποχή και η ζήτηση του σφουγγαριού, που χρειάζεται για όλο και περισσότερες ανάγκες της ευρωπαϊκής κυρίως Δύσης ,ολοένα αυξάνει, ωθεί τα εργαλεία αυτά σε τροποιήσεις αποδοτικότερες.
Γνωρίζουμε πως μέχρι το 1840 οι συμιακοί δύτες έριχναν το καμπανέλλι δεμένο στον βυθό και μετά βουτούσαν σε ελεύθερη κατάδυση προς το μέρος του και ανέβαιναν με τα σφουγγάρια κρατώντας το. Δύσκολο να πιστέψουμε πως γινόταν έτσι, αφού αυτός ο τρόπος απαιτούσε πολύ κόπο, χρόνο και αντοχή, ενώ βουτώντας μαζί την πέτρα μπορούσαν να φτάσουν πιο εύκολα και πιό γρήγορα στο βυθό. Πάντως αυτό αναφέρεται στις πηγές και μάλιστα ότι ο πρώτος δύτης στην Σύμη, που δοκίμασε την πλάκα, αντί για καμπάνα ήταν ο Μιχαήλ Καρανίκης το 1840 ,ο οποίος πλέον καταδύεται κρατώντας την με τα δύο χέρια.Δεν ξέρουμε για την Κάλυμνο, πάντως η χρήση της πλάκας γενικεύεται .
Τώρα η πλάκα του επιτρέπει,όχι μόνο ανάλογα με την θέση της στο νερό,να επιβραδύνει ή να επιταχύνει την κάθοδο,αλλά και να την χρησιμοποιήσει σαν «τιμόνι» και αντί από την «περίπου» περιοχή που του υπέδειξε ο «καπετάνιος»,μπορεί να πάει «κατ΄ευθείαν» στα σφουγγάρια που κι΄εκείνος πλησιάζοντας πλέον, βλέπει καθαρότερα και να επιλέξει τα καλύτερα ή τα μεγαλύτερα. Mε το αριστερό χέρι του κρατά την πέτρα «υπό μάλης» στο πλευρό και βοηθά ,έστω και περιορισμένα, το δεξί χέρι στο βγάλσιμο, αλλά και στην τοποθέτηση των σφουγγαριών στο δικτυωτό σάκκο με το σιδερένιο στόμιο που κρέμεται μπροστά του, εργαλείο χρησιμότατο που δεν εξελίχθηκε μέχρι σήμερα, ακριβώς λόγω της επιτυχίας του.
Τώρα ,όποιος δύτης έχει τη σειρά του ,το «νεπέτι», «οκλάζει»,δηλ. περιμένει διπλωμένος στις άκρες των ποδιών του, στάση που θεωρείται ότι δίνει μεγαλύτερη αναπνοή ,μεγάλη «άνεση» και με το νεύμα του επικεφαλής εκτινάσσεται στο νερό. Σ΄αυτό τον τρόπο κατάδυσης οι Καλύμνιοι αναδεικνύονται οι καλύτεροι και η φράση «βουτάει σαν Καλύμνιος» είναι στα χείλη όλων.
Με την πέτρα στα χέρια η απόδοση των δυτών ανεβαίνει πολύ ψηλά. Οι δύτες φθάνουν τις 40 οργυιές,70 μέτρα,ο χρόνος καθόδου και ανόδου ελαχιστοποιείται και το μέγιστο της ανθρώπινης αναπνοής γίνεται χρήσιμο για την συλλογή των σφουγγαριών,αναπνοή που φθάνει τα δύο και τρία λεπτά, ακόμα και τα 4 με τους Καλύμνιους δίδυμους Γιάννη και Αντώνη Περώνη,τα «εμέλλια», όπως τα έλεγαν.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε εδώ πως η σκανταλό
πετρα, βέρους 12-15 κιλών, τουλάχιστον στην Κάλυμνο, δεν έχει σταθερό βάρος, είναι ατομική, ο κάθε δύτης έχει τη δική του και προσαρμόζει το βάρος της ανάλογα με τις σωματικές του διαστάσεις και τις ικανότητές του, μάλιστα πολλοί καμαρώνουν ότι «μεταδένουν»,δένουν μαζί «δύο σκαντάλια σ΄ένα»..
Αλλά και η «ρεβέρα» δεν υστερεί. Παρ΄ότι παρμένη από το γαλλική λέξη «ριβιέρ» που σημαίνει «ακτή» και η μέθοδος υποτίθεται εφαρμόζεται «γυαλό-γυαλό», με το γυαλί ο δύτης απομακρύνεται πολύ, βλέπει και καταδύεται σε πολύ μεγαλύτερα βάθη, χρησιμοποιεί το γυαλί, όχι μόνο για να βλέπει το βυθό, αλλά και σαν στήριγμα ξεκούρασης, ακόμα και σαν χώρο αποθήκευσης του αλιεύματος.
Σφίγγει τα σφουγγάρια όσο γίνεται και τα στιβάζει περιμετρικά στον πυθμένα του, αφήνοντας ένα μικρό κύκλο στη μέση, όσο για να βλέπει, μέχρι να έρθει το σκάφος να τον παρει. Αργότερα θα εφοδιαστεί με λεπτό μακρύ σχοινί,φελλό και βελόνα,να περνά τα σφουγγάρια και να τα σέρνει πίσω του.
Το καμάκι επίσης βελτιώνεται. Με την κατάλληλη εγκοπή στην απόληξη του πρώτου ξύλινου στελέχους, μπορεί να προστεθεί και δεύτερο και τρίτο, ακόμα και τέταρτο στέλεχος, ώστε να φθάνει τα 15 έως 20 μέτρα .Στο καμάκι οι σφουγγαράδες των νησιών και ακτών της Αργολίδας παίρνουν άριστα,αλλά στην πέτρα όχι,γιατί απλά είναι «ακόλυμβοι», όπως χαρακτηρίζονται, δηλ. δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να κολυμπάνε!!.
Στο απλό συνηθισμένο καμάκι σ΄εμάς προστίθεται και η «καμάκα»,σιδερένια κατασκευή με τα «δόντια» της σε σταυροειδή διάταξη και στέλεχος μεγάλου βάρους, ώστε από την επιφάνεια να κρέμεται και με σχοινί και να οδηγείται στο σφουγγάρι, να το καρφώνει και πλαγιάζοντας με το το βάρος της, να το ξεριζώνει και να το ανασύρει. Αλλά γενικά τα καμάκια δεν έχουν πολλές συμπέθειες εδώ και ο λόγος είναι ότι τραυματίζουν και πολλές φορές σχίζουν τα σφουγγάρια,τα οποία απορρίπτουν οι απαιτητικοί αγοραστές, υποβιβάζονται σε ποιότητα και σε χρήμα.
Την ίδια περίοδο, τα σπογγαλιευτικά που έχουν εξερευνήσει όλους τους βυθούς του Αιγαίου τις ακτές της Κρήτης ,της Μικράς Ασίας και της Κύπρου και έχουν φθάσει μέχρι τη Συρία,προ
χωρούν ακόμα πιό μακριά,το 1840 φθάνουν στην Αίγυπτο ,το 1860 στη Ντέρνα και Βεγγάζη της Λιβύης,το 1884 στην Τρίπολη και ακολούθως μέχρι την Τύνιδα και το Αλγέρι.
Περίπου 300 έως 350 σφουγγαράδικα ξεκινούν κάθε καλοκαίρι από την Κάλυμνο και ένα πολύ μεγάλο πλήθος σκαφών από τα άλλα νησιά,Λέρο,Πάτμο,Σύμη,Τήλο,Χάλκη,Αστυπάλαια,
Καστελλόριζο,αλλά και από άλλα νησιά και ακτές της Ελλάδας και της Μ.Ασίας .
Ομως στο μεταξύ μια μεγάλη επανάσταση πραγματοποιείται.
Το 1863 ένας δύτης που εργαζόταν στην Κευλάνη σε ναυάγια,ο
Φώτιος Μαστορίδης, φέρνει μαζί του μια παράξενη συσκευή,το σκάφανδρο,την δουλεύει στα σφουγγάρια και το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό,η απόδοση τεράστια . Ολοι οι καπεταναίοι,έμποροι και εκκινητές, αποδύονται σε ένα αγώνα δρόμου προμήθειας του εργαλείου αυτού,πράγμα εντελώς φυσικό.
Το σκάφανδρο,συσκευή που ξεκίνησε πειραματικά,στην αρχή σαν φορητός κόδωνας ,στα τέλη του 1700 και αρχές του 1800 τελειοποιείται παίρνοντας την μορφή της περικεφαλαίας που όλοι ξέρουμε. Μετά δε το βιομηχανικό επίτευγμα του ελαστικού από το καουτσούκ,που καθιστά δυνατή την κατασκευή υδατοστεγούς «φορέματος»,παίρνει σχεδόν την οριστική του μορφή και 4-5 εταιρείες της Ευρώπης παράγουν σκάφανδρα,με μικρές μεταξύ τους διαφορές.
Βασικά του στοιχεία είναι το ολόσωμο φόρεμα,το κράνος που το σφραγίζει και η παροχή του αέρα,στην αρχή από φορητή συσκευή της πλάτης και αργότερα από αεραντλία που στέλλει με σωλήνα τον αέρα στον δύτη.Τώρα αυτός στα μικρά βάθη έχει την άνεση του χρόνου,μπορεί να μείνει στο νερό όσο θέλει,αφού το σώμα του προστατεύεται,μπορεί και περπατάει στο βυθό. Τη συσκευή αυτή που ξεκίνησε για τα λιμάνια και τα ποτάμια,για υποβρύχιες εργασίες μικρού βάθους,οι σφουγγαράδες την βρίσκουν εξαιρετική για τη δουλειά τους και την προμηθεύονται.-
Δεν γνωρίζουμε τον τύπο της συκευής που πρωτοεμφανίστηκε στα μέρη μας.Αυτό που ξέρουμε όμως είναι πως μεγαλύτερη συμπάθεια είχαν οι καπεταναίοι στον τύπο των Γάλλων κατασκευαστών Ρουκορόλ-Ντενωρούζ,την στρογγυλή περικεφαλαία με τα 12 μπουλόνια και της δική τους επίσης αεραντλία με τα 3 έμβολα ,της βαρέος τύπου για τα μεγαλύτερα βάθη.Φυσικά και δεν ήταν όλα αυτά εισαγόμενα.Πολλά ελληνικά μηχανουργεία έμαθαν να κατασκευάζουν συσκευές,ακόμα και ντόπιοι Καλύμνιοι τεχνίτες.
Τα αποτελέσματα της χρήσης της συσκευής αυτής δεν θα αργήσουν.
Παράγονται μεγάλες ποσότητες σφουγγαριών και μεγάλος πλούτος συσσωρεύεται, αλλά μαζί και μεγάλη ανεργία στα πληρώματα,αφού τα 300 περίπου αλιευτικά της Καλύμνου περιορίζονται γρήγορα σε 30-35 πλοία-μηχανές και άλλα τόσα γυμνών δυτών. Από τους 2000-2500 σφουγγαράδες που δούλευαν,τώρα μόνο 1000-1200 βρίσκουν δουλειά,ενώ κάθε χρόνο καταβάλλεται βαρύς ο φόρος του αίματος.
Εκτός από τους νεκρούς που κάθε νησί θρηνεί κάθε χρονιά, γεμίζει με ανάπηρους, χήρες μαυροφορεμένες και ορφανά. Κάθε γυναίκα δύτη-μηχανικού ζεί με την αγωνία, μήπως έρθει το «χαπάρι»της,το μήνυμα του θανάτου. Γεμάτα τα βραχονήσια της Αφρικής από τάφους σφουγγαράδων και το περιβόητο Ασπρονήσι, γίνεται συνώνυμο της κόλασης, αφού δεν έχει καθόλου χώμα και μια σπηλιά του τους κρατά ακόμα όλους αγκαλιασμένους .
Το σκάφανδρο φέρνει πλούτη σε λίγους και συμφορά σε πολλούς,δημιουργούνται τεράστιες περιουσίες και τεράστια φτώχεια,η υπεραλίευση εξαφανίζει τα σφουγγάρια και μαζί μ΄αυτά καταστρέφονται δουλειές, καπεταναίοι και δύτες παίρνουν το δρόμο της ξενητειάς, νησιά ολόκληρα ερημώνουν.Στην Κάλυμνο φθάνουν να πουλάνε σχεδόν τα παιδιά τους στους «Ρώσους», τους Καλύμνιους βιοτέχνες της Ρωσίας για λίγα χρήματα, να δουλέψουν με τις πιό άθλιες συνθήκες στα παντοφλάδικα, τις «μαστερσκάγιες» ,για να γυρίσουν ύστερα από χρόνια όσα μπόρεσαν να επιβιώσουν.
Αγώνες και διαβήματα, σχεδόν επανάσταση στην Κάλυμνο και τη Σύμη.Το σκάφανδρο καταργείται,αλλά μόνο στα χαρτιά.Στην πράξη δουλεύει.Μεγάλα τα κέρδη ,δεν αφήνουν.Ενας ξένος Λιθουανός καθηγητής,ο Κάρολος Φλέγελ παίρνει πάνω τον αγώνα,γυρίζει πόλεις,αυλές και κυβερνήσεις,γράφει βιβλία,επιστολές και υπομνήματα,στο τέλος πετυχαίνει. Η κατάργησή του σκαφάνδρου είναι γεγονός για όλη την οθωμανική αυτοκρατορία στα 1902. Η επόμενη χρονιά ανήκει και πάλι στη σκανταλόπετρα και το καμπανέλλι που επιστρατεύονται και πάλι. Οι σκάφες και οι βάρκες εξοπλίστηκαν και βγήκαν,μα φαίνεται πως το ρολόϊ του χρόνου δε γυρίζει πίσω.Δύο θάνατοι από καρχαρία, πράγμα σπανιότατο, σκορπίζουν τα περισσότερα πλοία που δούλευαν στην Κρήτη,λίγα τα σφουγγάρια ,η χρονιά πήγε χαμένη.Το ίδιο και η επόμενη και το σκάφανδρο ξαναγυρίζει, αλλά όχι όπως πρώτα.Η σπογγαλιεία στο σύνολό της περιέρχεται σε παρακμή .Λίγα νησιά συνεχίζουν, τα περισσότερα την εγκαταλείπουν, στρέφονται στο εξωτερικό και αδειάζουν. Πολλοί θα πάνε στην Αμερική ,όπου στο μεγάλο κόλπο της υπάρχουν νέοι τεράστιοι και ανεκμετάλλευτοι σφουγγαρότοποι .
Το Τάρπον Σπρίνγκς θα μεταβληθεί σε μια μικρή Κάλυμνο και ονομαστό κέντρο του εμπορίου των σφουγγαριών, παρ΄ότι τα σφουγγάρια του είναι πολύ κατώτερης ποιότητας από τα μεσογειακά, αλλά και πολύ φθηνότερα. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όμως θα είναι για πολλά σφουγγαρονήσια η χαριστική βολή.
Φθάνουμε στο 1919 και μια νέα συσκευή ,το Φερνέζ,από το όνομα του κατασκευαστή της Μωρίς Φερνέζ,επιδεικνύεται στο Παρίσι στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο,που βρίσκεται εκεί για την συνθήκη της ειρήνης και το 1920 έρχεται στα νησιά. Μια ολοπρόσωπη μάσκα με γυαλιά,ένας σωλήνας που φέρνει τον αέρα από μικρή αεραντλία με δύο έμβολα.Συσκευή ελαφριά ,μπαίνει και σε μικρό σκάφος και προ πάντων φθηνή,υπόσχεται πως δεν «χτυπάει»,αλλά θέλει δύτη γυμνό,απροστάτευτο και κυρίως κολυμβητή και μάλιστα με πέτρα, που και πάλι ξανάρχεται. Μόνο οι Καλύμνιοι και οι Συμιακοί θα την πάρουν,τα άλλα σφουγγαρονήσια δεν την αποτολμούν.Γρήγορα όμως κι΄αυτή θα έχει τα θύματά της,μάλιστα πολλές φορές αποδεικνύεται πιό επικίνδυνη από το σκάφανδρο ,που πάντα έχει τους πιστούς του.
Η απομάκρυνση των άλλων νησιών από την σπογγαλιεία φέρνει τήν Κάλυμνο τώρα αδιαφιλονίκητα στην πρώτη γραμμή της παραγωγής και του εμπορίου των σφουγγαριών. Οι πρώτες μηχανές μπαίνουν στα καϊκια, τα πανιά καταργούνται σιγά-σιγά ,τα μπράτσα των «κουπάδων» μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και στο μερίδιο, τα «τσιμαρίσματα» ,τα τραγούδια των κουπιών, όπως το «αγάντα για λέσα»,παύουν ν ακούγονται στα πέλαγα, από τις μηχανές του σκάφους παίρνει με ιμάντες κίνηση και η αεραντλία. Το μέλλον για τους Καλύμνιους φαίνεται καλύτερο.-
Ερχεται όμως και ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος που ανακόπτει όλη αυτή την καινούργια ανοδική πορεία. Ολα τα νησιά αδειάζουν πλέον, μαζί και η Κάλυμνος που παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς στη Μ.Ανατολή. Με το γυρισμό οι Καλύμνιοι επιδίδονται και πάλι με νέα δύναμη στο σφουγγάρι,που αψάρευτο τόσα χρόνια τους περιμένει. Τα πλοία και οι συσκευές είναι πάμφηνα, όλα τα άλλα νησιά τα έχουν πια πετάξει.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Α΄Σπογγαλιευτικό Συνέδριο, που είναι ίσως και το μόνο, η Σύμη δεν εκπροσωπείται παρά μόνο από τον Δήμαρχό της, δεν έχει πια ούτε καπετάνιους, ούτε εμπόρους, έχει αδειάσει. Για λίγο η Υδρα ακολουθεί, αλλά κι΄αυτή γρήγορα εγκαταλείπει.
Αντίθετα οι Καλύμνιοι χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, σκάφανδρα, φερνέζ, σκαντάλια, καμάκια και ρεβέρες μπαίνουν στην επίταξη. Το πρόβλημα δεν είναι πια τα σφουγγάρια,απ΄αυτά υπάρχουν πολλά και ο ανταγωνισμός ανύπαρκτος.Το πρόβλημα η διάθεσή τους. Η Ευρώπη είναι ρημαγμένη, οι αγορές λιγοστές .Η Αμερική προτιμά το φθηνό αμερικάνικο και κουβανέζικο, καθώς και το πλαστικό που αρχίζει να γίνεται ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής σε κάθε σπίτι. Αλλά και οι θάλασσες κλείνουν, τα παράλια κράτη της Μεσογείου απαγορεύουν ή βάζουν όρους άδειας εντελώς απαγορευτικούς.
Ετσι οι «βαρειές» πολυέξοδες δουλειές των σκαφάνδρων λίγο λίγο παίρνουν την κάτω βόλτα. Καπετάνιοι πτωχεύουν, καϊκια εγκαταλείπονται, πολύς κόσμος θα πάρει το δρόμο της Αυστραλίας. Κι΄όμως η Κάλυμνος αντιστέκεται. Νέα εργαλεία ,φθηνότερα, εισάγοντα και δειλά-δειλά δοκιμάζονται, η ρεβέρα αποκτά την πρώτη της μάσκα, αργότερα θα πάρει και αεροσωλήνα, αλλά και βατραχοπέδιλα,τα φερνέζ αλλάζουν μάσκες,οι δύτες θα φορέσουν τις πρώτες φόρμες και βαρύδια, κάποιοι θα φέρουν και τις πρώτες μποτίλιες. Οι δύτες στην αρχή αντιδρούν, με τον καιρό όμως τα συνηθίζουν .Τώρα, με τις νέες συνθήκες, δεν έχουμε ανταγωνισμό νησιών, αλλά ανταγωνισμό συσκευών και σκαφών.
Το φερνέζ εξαφανίζεται, αλλά και από τα σκάφανδρα , λίγα απομένουν. Ενα-ένα φεύγει από την αγορά, μαζί και οι αχταρμάδες, καθώς και τα «ντεπόζιτα».Τα μεγάλα αυτά,πολυάνθρωπα και πολυέξοδα σκάφη δουλειάς και συνοδείας καταλήγουν στον βυθό. Το τελευταίο συγκρότημα του καπετάν Μικέ Ζηρούνη θα κάνει το τελευταίο του ταξίδι το 1969 στη Λιβύη, που κλέινει κι΄αυτή απ΄τον Καντάφι. Μερικά ακόμα χρόνια τα ταξιδέψουν οι τελευταίοι αχταρμάδες σαν «μονοκάϊκα»,σε κοντινά ταξίδια, χωρίς συνοδεία και μετά το σκάφανδρο αποτελεί πλέον παρελθόν.
Όμως στην Κάλυμνο, όπου ακόμα και τα παιδικά παιχνίδια στη θάλασσα είναι αγώνες συναγωνισμού κατάδυσης και αναπνευστικής αντοχής ,οι δύτες δεν λείπουν. Εκσυγχρονίζονται, τώρα όλοι έχουν φόρμα και φορητά μολύβδινα βαρίδια που η Ευρώπη στη διάρκεια του πολέμου δοκίμασε και διέδωσε, στη θέση του φερνέζ έρχεται ο ναργιλές με την βοήθεια μικρού αεροσυμπιεστή, το ίδιο και η ρεβέρα, οι Καλύμνιοι είναι στο στοιχείο τους. Δεν περπατούν πια στον βυθό βαριά και άγαρμπα, κολυμπούν χωρίς φορτία που δυσκολεύουν τις κινήσεις,κινούνται καλύτερα,βρίσκουν και βγάζουν ευκολότερα.
Τώρα τα καϊκια είναι μικρότερα, φθηνότερα, πιο ευέλικτα, τα ταξίδια μικρά, δεν διαρκούν πλέον 5 και 6 μήνες, αλλά ένα ή το πολύ δύο, τα πληρώματα αριθμούν 4-5 άτομα, συγγενείς μεταξύ τους τις πιο πολλές φορές,αδέλφια,γαμπροί,κουνιάδοι,φίλοι, προ πάντων δε μεγαλύτερη ασφάλεια. Τώρα ο «κολαουζέρης» δεν αποφασίζει για ζωή και για θάνατο, τα εργαλεία δικά τους, δική τους και η ευθύνη ,αφού τα ρολόγια τους δείχνουν τα βάθη και τον χρόνο δουλειάς και προ πάντων της αποπίεσης, ο χρόνος και ο αέρας είναι δικός τους, τα ατυχήματα σπάνια. Τα σφουγγάρια σχεδόν σ΄όλη τη Μεσόγειο αποκλειστικότητα της Καλύμνου, η δουλειά βγαίνει. Αλλά……
Μεγάλος ο ανταγωνισμός από τα σκάρτα κουβάνικα, αμερικάνικα και φιλιπινέζικα σφουγγάρια,που εισάγονται ακόμα κι΄εδώ και φυσικά τα πλαστικά. Προ πάντων όμως μεγάλη ,φοβερή ζημιά στη θάλασσα η επιδημία του 1986,που φάνηκε στην αρχή στην Αφρική ,γρήγορα όμως ξαπλώθηκε σ΄όλη τη Μεσόγειο, το Τσερνομπίλ, όπως οι δύτες το λένε, γιατί έτυχε να συμβεί την ίδια χρονιά με αυτό.
Μια ανάκαμψη των σφουγγαριών το 1996-97έδωσε νέες ελπίδες, αλλά για λίγο ,νέα επιδρομή της επιδημίας το 2000 διώχνει κι΄άλλους δύτες από τους βυθούς, στρέφονται στο ψάρεμα,στα δίκτυα,στα παραγάδια,τον ξιφία. Λίγοι,ανυποχώρητοι στις κάθε είδους αντιξοότητες της φύσης και των ανθρώπων, επιμένουν ακόμα , και σήμερα που μιλάμε, θα τους βρούμε να ψάχνουν, με ναργιλέ και ρεβέρα, τα πέλαγα.
Αυτή κυρίες και κύριοι ήταν η εξέλιξη των μεθόδων και συσκευών κατάδυσης στην σπογγαλιεία, μια εξέλιξη στενά δεμένη με την ιστορία του νησιού μας, μια ιστορία που έχει γραφεί στους βυθούς και τις θάλασσες της Μεσογείου με ιδρώτα, αίμα και δάκρυ.
Όμως προσωπικά πιστεύω πως, ο πόθος του Καλύμνιου για τον βυθό και το σφουγγάρι είναι σχέση ερωτική, είναι περασμένος μέσα στο αίμα του, στα γονίδιά του, κι όσο θα υπάρχουν σφουγγάρια, θα υπάρχουν και Καλύμνιοι δύτες.-
Και θα ξαναδούμε πάλι νάρχοντα κατάφορτα καϊκια. Θα ξαναδούμε πάλι τις πλατείες μας γεμάτες με μυρωδάτα σφουγγάρια.
Κι΄αυτός ο καιρός δεν θ΄αργήσει,
θα ξανάρθει γρήγορα.-


Σας ευχαριστώ


Νίκος Γ. Παπάζογλου, Δικηγόρος
Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου

από το αρχείο του Μανώλη Ψαρρά
 

Προσαρμοσμένη αναζήτηση