"Η γιορτή των Βαΐων με τη ψαροφαγία, σπούσε τη μονοτονία
της μακρόχρονης νηστείας και προμηνούσε τον ερχομό του Πάσχα. Αν
Από τη ζωή στο νησί μας
κανένας το ξεχνούσε, τα παιδιά μας του το θύμιζαν με το χαρούμενο
άγγελμά τους:
Βάγια, βάγια τω Βαγιώ, τρώσι ψάρι και κολιό
και τη ν’άλλη Κυρζακή, τρω ν’το κότσινο αρνί
Με το μπαίνωμα της Μεγαλοβδομάδας, η ανυπομονησία των
μαθητών για τις διακοπές μεγάλωνε και στους πινάκους των τάξεών
τους έγραφαν το μήνυμα:
Διδάσκαλε, διδάσκαλε, για κάμε μας τη χ’χάρη
να πάρωμε τ’ αρνάκια μας να πάμε στο χορτάρι,
γιατί τ’ αρνάκια μας πεινού και θέλου χ΄χορταράκι,
αφού το Μέγα Σάββατο θα βάλου μ’μαχαιράκι.
Γέμιζαν οι βουνοπλαγιές και τα χωράφια του Φλασκά από τα
παιδιά με τα αρνάκια τους, που το ερχόμενο Σάββατο θα τά ’ κλαιαν,
σα θα τα σφάζασι, για να σταυρώσουν την πόρτα του σπιτιού με το
αίμα τους και για να πλουτίσουν το λαμπριάτικο τραπέζι.
Πετούσαν τρίγωνα, τρουμούλλες, καμουζέλλες και γυμναζ -
ντουσαν για τα εγκώμια, τα πάθη του Χριστού.
Μάζευαν αρακατσούνια, έκλεβαν κανένα κουτσί, αμύγδαλα,
λούβζα, φλαστούς, κεφαλές του κιθαρζού για τη νύχτα, στο ιερό της
εκκλησιάς, μάζευαν αΐλαμο, τριφύλλι και αρακά, για το νυχτερινό φαΐ
του αρνιού τους. Στη σύντομη γνωριμία τους με τ’αρνάκια τά μάθα -
ναν να τους ακολουθούν, γιατί τα τάϊζαν λουκχούμι και τά ’ φτυναν
στο στόμα, αλλά πιο πολύ για τα χάδια και τις περιποιήσεις που τους
έκαμναν.
Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης πολλοί, και προ παντός γ -
ναίκες, ξαγρυπνούσαν τον Εσταυρωμένο. Κάποιος διάβαζε ψαλμούς
ή προφητείες, και κατά διαστήματα έψαλλαν με λυπητερό τόνο το
«Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα…»
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής γύριζαν στις εκκλησιές
να δουν και να προσκυνήσουν τους επιτάφιους.
Τη νύχτα ομάδες ομάδες γύρω από τον επιτάφιο, η κάθε μια
με τη σειρά της, έψαλλαν τα εγκώμια και όταν τέλειωναν γινόταν η
περιφορά των επιταφίων με κατεύθυνση προς τη Πλατεία. Εκεί γι-
νόταν η συνάντηση όλων των επιταφίων και η Πλατεία γέμιζε από
φώτα, θυμιάματα και ψαλμωδίες. Μετά το τέλος της περιφοράς πολ-
λοί τρέχανε στο Χωριό για να προλάβουν και να ακούσουν τον παπά
Τσουγκράνη να ψάλλει τα εγκώμια με τον δικό του βυζαντινό ρυθμικό
τόνο, που άθελα σου θύμιζε τον απαράβλητο ευαγγελιστή μας παπά
Γιαουρτά.
26 Από την παλιά Κάλυμνο
Το πρωΐ του Μεγάλου Σαββάτου, στην πρώτη Ανάσταση, μετά
τις προφητείες, που τόσο όμορφα διάβαζε ο δάσκαλος ο Παζάκος,
και όταν ο παπάς ντυμένος γιορτινά έβγαινε από την Ωραία Πύλη
ψάλλοντας «Ανάστα ο Θεός…», ραίνοντας με λουλούδια αγιασμένα
του επιτάφιου, ο κόσμος εκδήλωνε τη χαρά του με παλαμάκια. Πολλά
παιδιά χτυπούσαν μεγάλους χοχλάκους, που φρόντιζαν να’χουν,
ώστε να μην πονούν τα χέρια τους.
Τη νύχτα, αφού ετοίμαζαν το αρνί κι έβαζαν τα μουούρζα
σφραγισμένα μέσα στο φούρνο, που τον σφράγιζαν κι΄ αυτόν, περίμε-
ναν τις καμπάνες για να παν όλοι στην εκκλησιά.
Με τις καταβασίες κανόνιζαν κοντά τα μεσάνυχτα, και μετά το
«δεύτε λάβετε φως…», να βγουν έξω για την Ανάσταση.
Με το «Χριστός Ανέστη…» άρχιζε το πανηγύρι με τις κροτίδες,
τα βεγγαλικά και μερικούς δυναμίτες.
Τα παιδιά, ανυπόμονα να πασκάσουν, περίμεναν να ακούσουν
το «Πάσχα Κυρίου Πάσχα» για να σπάσουν το κόκκινο αυγό που κου-
βαλούσαν και ίσως κανένα ζαχαροκούλλουρο. Οι πιό πολλοί έφευγαν
για το σπίτι, χωρίς να περιμένουν το τέλος της λειτουργίας. Με το
άγιο φως έκαμναν σταυρό στον παραστάθη του σπιτιού, άναβαν το
ακοίμητο καντήλι και κάθιζαν να φάνε τα ποκέφαλα, συκωτάκια τη-
γανητά, αυγά, μυζήθρα. Όταν ξυπνούσαν τη Λαμπρή έπαιρναν το
φτο που τον φούρνο κι’ έστρωναν το τραπέζι, που παράμενε στρω-
μένο όλη μέρα. Γείτονες συγγενείς και φίλοι περνούσαν να πάρουν
μεζέ, να πιούν κανένα κρασάκι και να ευχηθούν το Χριστός Ανέστη.
Μερικοί πήγαιναν στη γιορτή της Αγάπης και στο χορό της
Ανάστασης.
Τα κόκκαλα του αρνιού δεν τα πετούσαν στα σκουπίδια, για
να μη τα φάν οι σκύλλοι. Τα φύλαγαν μέχρι να τελειώσει το αρνί και
κατόπιν τα έκαιγαν ή τα πετούσαν στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι αντιχαιρετιούντο με το «Χριστός Ανέστη» και
«Αληθώς Ανέστη» σχεδόν μέχρι της Αναλήψεως."
Από το βιβλίο του Παντελή Ηλία Καμπούρη "Από την παλιά Κάλυμνο"