"Αγαπώ ό,τι φωτογραφίζω, ακόμη και αυτά που προσπαθούμε αμήχανα να παρακάμψουμε. Αυτό που έχει συμβεί μέσα στην παραμόρφωση της καθημερινής ζωής μας", λέει ο Βασίλης.
Ο Βασίλης Γεροντάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φλάουτο στο Αthenaeum ωδείο, μαθηματικά και αστρονομία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φωτογραφία στον Φωτογραφικό κύκλο. Στο ραδιόφωνο δούλεψε σαν παραγωγός, ενώ συνέθεσε μουσική σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει οργανώσει σεμινάρια, ομιλίες και διαλέξεις σε πολιτιστικούς χώρους της Αθήνας και της περιφέρειας και έχει εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο ”Φωτογραφίες”. Διδάσκει φωτογραφία στην Αθήνα όπου και ζει μόνιμα.
Ο Βασίλης μίλησε στο News 24/7 για το πως γνώρισε την τένχη της φωτογραφίας, τι σημαίνει γι΄αυτόν να κρατά την κάμερά του και να φωτογραφίζει, την πραγματικότητα αλλά και το πως βλέπει τον κόσμο, τη μουσική και πολλά ακόμα.
Ήμασταν βουερά μελίσια, που έφτυναν τα δηλητήρια μιας καθημερινότητας που βαρβαροφώναζε τριγύρω μας.
Υπήρχε πάντα μια σκέψη που στροβίλιζε στο μυαλό μου σχεδόν από τότε που ασχολήθηκα με τη φωτογραφία, για το πως θα μπορούσε ένα παιδί, ένας πύργος, ένα μπαλόνι παιδικό να γίνουν πρωταγωνιστές μιας «άλλης» πραγματικότητας και στην ουσία να μιλούν για το ίδιο πράγμα. Αναπόφευκτα με τα χρόνια ορίζεις έναν άξονα που περιστρεφόμενος δημιουργεί έναν «τόπο» που τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από τον εαυτό σου.
Γεννήθηκα σε ένα προάστιο της Αθήνας, σε μια εποχή που ακόμη υπήρχαν οι τελευταίες αλάνες για "φάγωμα". Εκεί τρωγόμασταν, βγάζαμε όλη αυτή την βουβή ενέργεια σε φωνές, τρεξίματα, ουρλιαχτά χαράς και αντιπαλότητας, τρώγαμε χώμα και πέφταμε πάνω σε τρυφερόσκληρα χαμόγελα. Ήμασταν βουερά μελίσια, που έφτυναν τα δηλητήρια μιας καθημερινότητας που βαρβαροφώναζε τριγύρω μας. Μια συνοικία με τσιμεντένια σπίτια γεμάτα κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες στις ταράτσες, που την βρήκα πολύ αργότερα στα εικονογραφημένα παραμύθια του Κυριτσόπουλου μαζί με καρφιτσωμένα φεγγάρια, και σε ένα μικρό κορίτσι κάπου στην Ικαρία που έτρεχε με ούριο άνεμο και μου έδειξε χωρίς να το θέλει, πως θα μπορούσα να εικονογραφήσω τους δικούς μου τόπους στη μέση του Αιγαίου Πελάγους.
Η φωτογραφία με "έδεσε" στο άρμα της και με έκανε δικό της
Στον βωμό του καθήκοντος δεν προσευχήθηκα ποτέ. Λογάριασα όμως την ανάγκη ως τον μεγαλύτερο δάσκαλο. Η πρώτη μου ανάγκη κατά πως φαίνεται ήταν η μουσική. Η φωτογραφία ακολούθησε πολύ αργότερα αφού δεν την πίστευα, νομίζοντας ότι καταγράφει την πραγματικότητα ή την εξωραΐζει, πράγματα που μου ήταν αδιάφορα. Χρειάστηκε το βλέμμα του André Kertész για να πειστώ, και αυτή για αντίποινα με "έδεσε" στο άρμα της και με έκανε δικό της.
Η φωτογραφία λέω πολλές φορές στο μάθημα είναι ένα τρελό , ένα άτιμο πράγμα, αλλά βλέπω στα βλέμματα των μαθητών μου ότι δεν με πιστεύει κανείς. Εγώ όμως ξέρω ότι όταν βλέπει κάποιος την φωτογραφία της μητέρας του, που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα την συναντήσει ποτέ πια, στεριώνει μέσα του αυτό το αχανές "από μνἠμης" που έχει στο μυαλό του, και εξοικειώνεται με την απουσία την αβεβαιότητα και τον θάνατο.
Υπάρχουν δύο είδη φωτογράφων που με ενδιαφέρουν. Αυτοί που φωτογραφίζουν ό,τι αγαπούν, και αυτοί που αγαπούν ό,τι φωτογραφίζουν. Ανήκω στην δεύτερη κατηγορία. Περιμένω ένα σήμα, όπως οι δρομείς που είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν περιμένοντας τον πυροβολισμό του αφέτη. Αγαπώ ό,τι φωτογραφίζω, ακόμη και αυτά που προσπαθούμε αμήχανα να παρακάμψουμε. Αυτό που έχει συμβεί μέσα στην παραμόρφωση της καθημερινής ζωής μας, χωρίς να το θέλουμε, ασυναίσθητα, αυτό ακριβώς με έλκει, γιατί έχει τους χυμούς τους ευφορικούς ή τις εκκρίσεις τις δηλητηριώδεις που πολλές φορές η ίδια η ζωή μας επιβάλλει. Είναι ένα ενεργό φορτίο, μια οργανικότητα που διαχέεται. Αγαπώ την αφανή αρμονία του κόσμου.
Η φωτογραφία και η πραγματικότητα είναι σιαμαίες. Έχουν όμως διαφορετικές ζωές και όταν κοιτάζονται στα μάτια η μία δίνει νόημα στην άλλη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φωτογραφία είναι ο καθρέφτης ενός ανερμήνευτου χρόνου. Ο χαρακτήρας της δεν είναι αφηγηματικός ὀπως βιαίως προσπαθούμε να προσδώσουμε συχνά,πυκνά, αλλά αποσπασματικός. Αυτό που με γοήτευε πάντα στην φωτογραφία είναι ο συσπασμένος λόγος της. Ένα μπαλόνι πάνω από το κρεβάτι ενός μωρού αφηγείται τα παραμύθια όλου του κόσμου και ένας πύργος που αποσυντίθεται σε σύννεφα την μαγική κατάρρευση μας στο πέρασμα του χρόνου. Η φωτογραφία σε κάνει να επανέρχεσαι στην πραγματικότητα ξανά και ξανά με πιο έμμεσο και πιο βίαιο τρόπο θα τολμούσα να πω, και να ανακαλύπτεις πράγματα που αγνοούσες.
Έκθεση φωτογραφίας «Innerscapes – Μυθολογία του τοπίου»
Στην έκθεση «Innerscapes – Μυθολογία του τοπίου» παρουσιάζονται εννέα τρίπτυχα ή αλλιώς εννέα εσωτερικά τοπία, εννέα προσωπικοί κόσμοι, εννέα συγκινήσεις που σχηματίζουν τοπία.
«Στην φωτογραφία τοπίου ο τόπος είναι εσωτερικός», τονίζει ο Χάρης Κακαρούχας. «Ο φωτογράφος υλοποιεί οπτικά το αίσθημα του για τον κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο βιώνει την ύπαρξη». Με αυτό το σκεπτικό επέλεξε εννέα σύγχρονους φωτογράφους τοπίου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα τρίπτυχα που παρουσιάζονται στην υποβλητική αυτή έκθεση, αντανακλούν τη συναισθηματική διεργασία σύμφωνα με την οποία το φυσικό τοπίο νοηματοδοτείται από τις ποιότητες και αποχρώσεις του εσωτερικού τους κόσμου. Δεν υπάρχει αφήγηση αλλά νόημα. Οι φωτογραφίες τους δεν απεικονίζουν μια διεργασία λογική αλλά μια διεργασία συν-αισθηματική και βιωματική. Το φυσικό τοπίο μεταβάλλεται με τη σειρά του για να εκφράσει την αλήθεια, την ομορφιά και την ουσία της ύπαρξης.
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Hannah Devereux, Karen Glaser, Κωνσταντίνος Βασιλάκης, Βασίλης Γεροντάκος, Γιάννης Γκόγκος, Δημήτρης Διαμάντης, Χάρης Κακαρούχας, Φωτεινή Μαρκέλλου, Συμεών Χατζηλίδης.
Επιμέλεια: Χάρης Κακαρούχας
Εγκαίνια: Παρασκευή 18 Οκτωβρίου στις 20:00
Luminous Eye
Μητσαίων 2Α, 11742 Κουκάκι
Τηλ: 2111161206
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα με Παρασκευή 12:00- 18:00
Σάββατο, Κυριακή: 12:00-20:00
Διάρκεια έκθεσης: 18 Οκτωβρίου -30 Νοεμβρίου 2019