Γιατί παρατηρείται τέτοια έξαρση νεανικής βίας; Η καθηγήτρια του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Αλεξάνδρα Κορωναίου απαντά.
— Ζούμε σε μια εποχή στην οποία κάποια παιδιά δεν μπορούν να διακρίνουν τα όρια μεταξύ σωστού και λάθους;
Κατά την άποψή μου, η βία και η εγκληματικότητα υπήρχαν πάντα στις κοινωνίες και ανάμεσα στους νέους και τα παιδιά. Η λεκτική και μη λεκτική βία –ψυχολογική, σεξουαλική, σωματική– εκφράζονται εντός και εκτός του σχολείου, όπως βλέπουμε στο πρόσφατο πολύ άγριο περιστατικό σε σχολικό οργανισμό «υψηλού κύρους», στον οποίο 15χρονος μαθητής δέθηκε με πετονιά από συμμαθητές του. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό γιατί καταρρίπτει το παραδοσιακό στερεότυπο ότι η βία μεταξύ νέων είναι σχεδόν αποκλειστικά φαινόμενο με ταξικό πρόσημο (υποβαθμισμένες περιοχές, φτωχά κοινωνικά στρώματα κ.λπ.).
Σήμερα οι βίαιες και εγκληματικές συμπεριφορές απλώνονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, στις προνομιούχες συνοικίες, ακόμα και στα σχολεία των «αρίστων». Αυτές οι συμπεριφορές εκφράζουν σε γενικές γραμμές μια έντονη τάση για σχέσεις που δεν διαμορφώνονται στη βάση της ισοτιμίας, της αναγνώρισης του άλλου, του σεβασμού της ανθρώπινης προσωπικότητας αλλά στη βάση της δύναμης, της εξουσίας και της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στους άλλους. Υπάρχει ένας «εκφασισμός» της κοινωνίας αλλά και δυνάμεις που αντιστέκονται σε αυτό το φαινόμενο.
— Ποιοι λόγοι θεωρείτε ότι οδηγούν σήμερα τους νέους στη βία;
Από τις σχετικές έρευνες γνωρίζουμε πως οι συμπεριφορές αυτές εμφανίζουν επαναληπτικότητα, απομόνωση του θύματος που νιώθει ότι είναι αδύναμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή που στοχοποιείται για κάποιο χαρακτηριστικό του (π.χ. το βάρος, το ύψος, το χρώμα του δέρματός του, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ή, ακόμα, μια αναπηρία σωματική ή νοητική).
Γενικά, τέτοια φαινόμενα, τα οποία φαίνεται ότι πολλαπλασιάζονται το τελευταίο διάστημα, με βιασμούς ανηλίκων, άγριες συμπλοκές, χρήση ουσιών κ.λπ., δείχνουν πως το «διαφορετικό» εξακολουθεί να είναι απειλητικό για τον ψυχισμό και τα κοινωνικά στερεότυπα κάποιων.
Ο ατομοκεντρισμός της νέας εποχής παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο, όπως και η γενικευμένη τάση να βλέπει ο ένας τον άλλον ως «πράγμα». Η εξαντικειμενοποίηση, η εργαλειοποίηση του άλλου τον καθιστά αόρατο, σχεδόν ανύπαρκτο ως ανθρώπινο ον, ως πρόσωπο. Η ρευστή και αβέβαιη εποχή μας, εκτός από την εμπορευματοποίηση των πάντων, έχει καταφέρει να εμπορευματοποιήσει και τον ίδιο τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα ανθρώπινα σώματα.
— Πιστεύετε ότι τα social media, όπως για παράδειγμα το ΤikΤok, όπου ανεβαίνουν βίντεο με πράξεις βίας, συμβάλλουν στην έξαρση του φαινομένου;
Μεγάλη τομή σε σχέση με το παρελθόν αποτελεί μια σύγχρονη μορφή εκφοβισμού που ονομάζεται κυβερνο-εκφοβισμός, διαδικτυακή παρενόχληση, διαδικτυακό bullying. Οι άγριες και απάνθρωπες μορφές αυτού του «νέου» τύπου βίας βασίζονται στη χρήση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών.
Όλα αυτά τα νέα τεχνολογικά μέσα έκαναν αναμφισβήτητα πιο εύκολη των επικοινωνία και την έκφραση των ανθρώπων. Όμως, καθώς στηρίζονται στην ανωνυμία, ευνόησαν παράλληλα τη διάδοση της «αόρατης» βίας που ασκείται από ορισμένους, γεγονός που τους επιτρέπει να δρουν χωρίς να εντοπίζονται εύκολα. Αυτές οι μορφές βίας επαναλαμβάνονται με μηνύματα «αγνώστου» προελεύσεως, το περιεχόμενο των οποίων βρίθει από απειλές, ύβρεις, εκβιασμούς και ταπεινωτικές εικόνες.
Η κοινωνικοποίηση που γίνεται μέσω του διαδικτυακού κόσμου έχει αναμφισβήτητα θετικές αλλά και αρνητικές όψεις. Εδώ και χρόνια παράγονται και αναπαράγονται σε μαζική κλίμακα «παιχνίδια» στα οποία η εξόντωση ή η σωματική εκμετάλλευση του άλλου είναι ένας ανελέητος «πόλεμος» μεταξύ ατόμων ή ομάδων. Στόχος η εφήμερη ικανοποίηση του θύτη-νικητή, η αποθέωση του ισχυρού «εγώ», η επιβολή, η «άρνηση» του περίπλοκου πραγματικού κόσμου. Η πανδημία που έπληξε ολόκληρη την ανθρωπότητα είχε πολύ αρνητικές συνέπειες για πολλούς νέους, που ακόμα βιώνουν τις συνέπειές της: απομόνωση, φόβος, απόρριψη, στέρηση της κοινωνικοποίησης στο σχολείο ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες, κατάθλιψη, άγχος, σωματοποίηση του άγχους (κεφαλαλγίες, κρίσεις πανικού κ.ά.), καθώς και αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.
— Και ποιες είναι οι συνέπειες;
Οι συνέπειες είναι πολλαπλές για τους νέους και τα παιδιά, σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο: αίσθημα ντροπής, απώλεια αυτοεκτίμησης, δυσκολίες επαφής με τους άλλους, αποφυγή σύναψης κοινωνικών δεσμών, καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (π.χ. αυτοκτονίες) , αδυναμία αντιμετώπισης των πραγματικών κινδύνων που, ούτως ή άλλως, υπάρχουν στις κοινωνίες μας.
— Πολλοί υποστηρίζουν ότι η οικογένεια και το σχολείο συνιστούν συγχρόνως παράγοντες κινδύνου και ισχυρούς προστατευτικούς μηχανισμούς. Εσείς τι πιστεύετε;
Σε κοινωνικό επίπεδο, πάντως, είναι γεγονός πως οι υπάρχουσες δομές αποδείχτηκαν ελλιπείς και ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Κυρίως στο επίπεδο της πρόληψης. Αυτό απαιτεί γενναία παρέμβαση εκ μέρους της πολιτείας για την ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου. Απαιτεί, επίσης, βιώσιμες δομές οι οποίες να εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά το τέλος των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Να μπορούν να προσλαμβάνουν το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό, να το επιμορφώνουν και να το αξιολογούν διαρκώς.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να υπάρχει χώρος διαλόγου και έκφρασης για τα θύματα. Αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην οικογένεια –η ίδια πολλές φορές είναι εστία των προβλημάτων ή και της βίας– και στο σχολείο. Το σχολείο δεν αποτελεί πανάκεια για όλα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και οι εκπαιδευτικοί δεν υπάρχουν για να επιλύουν τα πάντα. Πολύ περισσότερο, εκτός από την εξουθενωτική σωματικά και συναισθηματικά εργασία τους, να φορτώνονται ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι» τα αδιέξοδα ενός ολόκληρου συστήματος.
Χώρος διαλόγου σημαίνει πρωτίστως «εσωτερικός» χώρος, ψυχικός χώρος για να ακουστεί το πρόβλημα και η τραυματική εμπειρία του άλλου. Αλλά και κοινωνικός χώρος όπου άνθρωποι διαφορετικών ειδικοτήτων (ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί, γονείς, νομικοί, γιατροί κ.ά.) μπορούν να συνομιλούν και να δημιουργούν ένα ασφαλές προστατευτικό δίχτυ για κάθε έφηβο και κάθε παιδί όπου κι αν κατοικεί: στο Μενίδι, στο Περιστέρι, στο Ψυχικό ή στην Εκάλη.
Και, βέβαια, απαιτείται κατάλληλη επιμόρφωση των δημοσιογράφων και όλων εκείνων των επαγγελματιών στα μέσα ενημέρωσης που δεν χειρίζονται πάντα με τον καταλληλότερο τρόπο αυτά τα περιστατικά. Ο διαρκής βομβαρδισμός με βίαιες ειδήσεις και εικόνες οδηγεί συχνά τα θύματα και το περιβάλλον τους να βιώνουν ξανά και ξανά την τραυματική εμπειρία. Οδηγεί, επίσης, την ευρύτερη κοινωνία στην εξοικείωση με το φαινόμενο και στην αντίληψη ότι όλος ο κόσμος γύρω μας είναι απειλητικός. Αυτό δημιουργεί και εντείνει την αίσθηση ανασφάλειας και μπορεί να μετατρέψει κάποιον από ενδεχόμενο θύμα σε ενδεχόμενο θύτη. Αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση που εύχομαι να την ανοίξουμε κάποτε με θάρρος και παρρησία και στην ελληνική κοινωνία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.