Mε το πρώτο της βιβλίο, Grand Dishes: Recipes and stories from the grandmothers of the world, η Αναστασία Μίαρη ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του κόσμου και γνώρισε γιαγιάδες που άνοιξαν τις κουζίνες και τις καρδιές τους και μοιράστηκαν συνταγές και τη σοφία τους. Στο νέο της βιβλίο, που έχει τον τίτλο Yiayia: Time-perfected recipes from Greece’s grandmothers, ταξιδεύει σε κάθε μέρος της Ελλάδας και αποτίνει έναν φόρο τιμής στη Κερκυραία γιαγιά της αλλά και σε όλες τις γιαγιάδες που γνώρισε σε αυτή την περιπλάνηση με αφετηρία τη μαγειρική, συγκεντρώνοντας ιστορίες ζωής αλλά και συνταγές που συνθέτουν τον χάρτη του ελληνικού φαγητού.
Για κάποιον ξένο που θα διαβάσει το βιβλίο είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσει την ελληνική κουζίνα μέσα από πιάτα σπιτικά, καθημερινά, νηστίσιμα αλλά και γιορτινά, που στηρίζονται στα ντόπια υλικά και την απλότητα, δηλαδή αυτά που μαγειρεύουν οι γιαγιάδες με χαρά και αδιαμαρτύρητα, είτε είναι σε πόλη είτε σε χωριό, για να χορτάσουν τις οικογένειές τους: κολοκυθάκια γεμιστά, φουρτάλια, μπουρδέτο, και ζυμαρικά, πολλά ζυμαρικά, και πιάτα με λαχανικά που συνιστούν την κουζίνα της ελληνικής επαρχίας.
«Αυτό το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τη γιαγιά μου», λέει, «είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο για εμένα γιατί διασώζει την πολιτιστική κληρονομιά μιας ομάδας γυναικών που δυστυχώς σε είκοσι-τριάντα χρόνια δεν θα υπάρχουν. Αυτό που εννοώ είναι ότι οι γιαγιάδες όπως τις ξέρουμε εδώ στην Ελλάδα, που φοράνε μαύρα, κάθονται στα σκαλάκια και ζουν σε σπίτια με κεντητές κουρτίνες, δεν θα υπάρχουν σε είκοσι χρόνια. Γιατί οι γιαγιάδες της γενιάς της μαμάς μου οδηγούν αυτοκίνητα, πάνε στο σούπερ-μάρκετ και κάνουν τα πάντα γρήγορα, οπότε, την παραδοσιακή Ελληνίδα γιαγιά, σαν τη δική μου, δεν θα τη ζήσουν οι επόμενες γενιές. Νομίζω ότι ζούμε την τελευταία γενιά πραγματικών γιαγιάδων όπως τις ξέρουμε, που τα κάνουν όλα αργά και αυθεντικά – όσον αφορά το φαγητό».
Γεννήθηκα στην Αγγλία, αλλά μετακομίσαμε στην Ελλάδα όταν ήμουν έξι μηνών. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας από την Κέρκυρα και η μητέρα μου Βρετανή, οπότε είμαι μισή-μισή. Έμενα στην Κέρκυρα, έβγαλα το δημοτικό σχολείο εκεί και μετά μετακομίσαμε στην Αγγλία για το γυμνάσιο ‒ έμεινα εκεί έως το 2018, που μετακόμισα στην Αθήνα. Τα περισσότερα καλοκαίρια μου τα πέρναγα στην Κέρκυρα, συνήθως με τη γιαγιά μου, και ζούσα στην Αγγλία τους χειμώνες.
Tο φαγητό κατείχε κεντρικό ρόλο στη ζωή μας στην Κέρκυρα. Καλλιεργούσαμε ντομάτες, μελιτζάνες και κολοκύθια και όλο αυτό ήταν μέρος της καθημερινής μας ζωής. Φτιάχναμε λάδι και κρασί και σε αυτήν τη διαδικασία συμετείχαμε κι εμείς τα παιδιά. Η γιαγιά μου και οι γονείς μου με πήγαιναν κάτω στο κτήμα όπου μαζεύαμε σταφύλια τον Σεπτέμβρη και φυτεύαμε ντομάτες την άνοιξη, τις οποίες μαζεύαμε το καλοκαίρι. Οι γονείς και οι παππούδες μου δούλευαν καθημερινά . Ήταν αγρότες, η γιαγιά μου είναι ακόμα, κατά κάποιον τρόπο. Ο παππούς μου ξυπνούσε το πρωί, περνούσε με το τρακτέρ από το παράθυρό μου και πήγαιναν με τη γιαγιά στο κτήμα ‒ έτσι καταλάβαινα ότι η μέρα ξεκινά.